τοξίνη

τοξίνη
η, Ν
1. ιατρ. διαλυτή τοξική ουσία φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής προέλευσης, με ειδική δράση και με ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων
2. (βιοχ.) α) δηλητήριο που απαντά σε ορισμένους ζωντανούς οργανισμούς
β) διαλυτή τοξική ουσία, η οποία σχηματίζεται από βακτήρια
3. φρ. «ειδική τοξίνη»
(βιοχ.-βοτ.) φυτοτοξική ουσία, η οποία εκκρίνεται από ένα παράσιτο και δρα αποκλειστικά σε όλα τα φυτά τού εύρους ξενιστών τού παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxin < tox- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + κατάλ. -in τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοξίνη — η (λ. γαλλ.), δηλητηριώδης ουσία που παράγεται από βακτηρίδια, παράσιτα και μύκητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τοξινοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με τοξίνη 2. το ουδ. ως ουσ. το τοξινοειδές τοξίνη τής οποίας η τοξινοφόρα ομάδα έχει καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξίνη + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • εξωτοξίνες — Προϊόντα του μεταβολισμού των βακτηρίων. Μπορούν να διαχωριστούν από το ζωντανό βακτηριακό κύτταρο και να απομονωθούν από μία υγρή καλλιέργεια βακτηρίων με φυγοκέντρηση ή πέρασμα από φίλτρο. Οι τοξίνες που έχουν απομονωθεί ως χημικά καθαρές… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… …   Dictionary of Greek

  • ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… …   Dictionary of Greek

  • διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • νευροτοξίνη — η (βιοχ.) τοξίνη που χαρακτηρίζεται από βλαπτική δράση κυρίως στο νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotoxin < νευρ(ο) * + τοξίνη] …   Dictionary of Greek

  • τετανικός — ή, ό / τετανικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέτανος] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τέτανο ή που μοιάζει με τέτανο («τετανική τοξίνη» η τοξίνη που παράγεται από το βακτηρίδιο τού τετάνου) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”